κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
Prenoceratops — Taxobox name = Prenoceratops fossil range = fossil range|83|74(Late Creatceous) image width = 200px image caption = regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Sauropsida superordo = Dinosauria ordo = Ornithischia infraordo = Ceratopsia familia … Wikipedia
Prenoceratops — Saltar a navegación, búsqueda ? Prenoceratops Rango fósil: Cretácico superior … Wikipedia Español
ιλαδόν — ἰλαδόν και ἰληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά ίλες, σε ίλες 2. άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. δον (πρβλ. αναφαν δόν, πρηνη δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
καταπίστομα — επίρρ. με το στόμα προς τη γη, μπρούμυτα, κατά τρόπο πρηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπίστομα (< φρ. ἐπὶ στόμα)] … Dictionary of Greek
κλαγγηδόν — (AM, Α και κλαγγόν) επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. οκλα δόν, πρηνη δόν] … Dictionary of Greek
κορμηδόν — (Α) επίρρ. σαν κορμός («οὓς κορμηδὸν κειμένους... ὑπὸ τοὺς μηροὺς ἀνέτεμνον», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + συνδετικό φωνήεν η + επιρρμ. κατάλ. δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. πρηνη δόν, στοιχη δόν)] … Dictionary of Greek
κοχλαδόν — (Α) επίρρ. με φυσαλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλάζω + επιρρμ. κατάλ. δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβα δόν, πρηνη δόν)] … Dictionary of Greek
κυματηδόν — (Μ) όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, κατά το πρηνη δόν (πρβλ. σωρη δόν, βαθμη δόν)] … Dictionary of Greek
πρηνηδόν — ΝΜ επίρρ. 1. σε στάση πρηνή, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα 2. φρ. «θέση ή στάση πρηνηδόν» στρ. μια από τις τρεις θεμελιώδεις θέσεις τού στρατιώτη που πυροβολεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνής + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek